- περίρρυσις
- -ύσεως, ἡ, Α1. περιρροή*, το να ρέει κάτι γύρω γύρω, από παντού2. ακατάσχετη ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. κατά-ρρυσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιρρύσει — περιρρυσις uiolent discharge fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιρρύσεϊ , περιρρυσις uiolent discharge fem dat sg (epic) περιρρυσις uiolent discharge fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίρρυσιν — περιρρυσις uiolent discharge fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)